deflection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
deflection | deflections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deflection (en)
- εξοστρακισμός, αλλαγή πορείας λόγω πρόσκρουσης
- (μεταφορικά) αλλαγή ιδεολογικής ή διαχειριστικής κατεύθυνσης