εποστρακισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εποστρακισμός < (ελληνιστική κοινή) ἐποστρακισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εποστρακισμός αρσενικό
- αρχαία ονομασία του παιχνιδιού ψωμάκια ή πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή παξιμαδάκια ή πίττες -πετάμε όστρακο (κομμάτι κεραμιδιού στην αρχαία Ελλάδα) ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές. Νικά εκείνος που η ρίψη του θα προκαλέσει τις περισσότερες αναπηδήσεις.
- αποστρακισμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη όστρακο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εποστρακισμός
|