Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναπηδώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀναπηδῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναπηδώ < αρχαία ελληνική ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rebondir[1])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.piˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπηδώ

αναπηδώ , πρτ.: αναπηδούσα, στ.μέλλ.: θα αναπηδήσω, αόρ.: αναπήδησαμτχ αναπηδώντας

  1. κινούμαι απότομα προς τα πάνω ή προς τα πίσω, συνήθως εξαιτίας εσωτερικής πίεσης ή ξαφνικού ερεθίσματος
  2. τινάζομαι πίσω ή σκιρτώ αυθόρμητα λόγω έντονου συναισθήματος ή ξαφνιάσματος
  3. (μεταφορικά) εκδηλώνομαι ή εμφανίζομαι απροσδόκητα, ιδίως ως αποτέλεσμα εσωτερικής διεργασίας ή περίστασης

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. αναπηδώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)