αναπηδώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπηδώ < αρχαία ελληνική ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rebondir[1])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.piˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πη‐δώ
Ρήμα
[επεξεργασία]αναπηδώ , πρτ.: αναπηδούσα, στ.μέλλ.: θα αναπηδήσω, αόρ.: αναπήδησαμτχ αναπηδώντας
- κινούμαι απότομα προς τα πάνω ή προς τα πίσω, συνήθως εξαιτίας εσωτερικής πίεσης ή ξαφνικού ερεθίσματος
- τινάζομαι πίσω ή σκιρτώ αυθόρμητα λόγω έντονου συναισθήματος ή ξαφνιάσματος
- (μεταφορικά) εκδηλώνομαι ή εμφανίζομαι απροσδόκητα, ιδίως ως αποτέλεσμα εσωτερικής διεργασίας ή περίστασης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπηδώ | αναπηδούσα | θα αναπηδώ | να αναπηδώ | αναπηδώντας | |
β' ενικ. | αναπηδείς | αναπηδούσες | θα αναπηδείς | να αναπηδείς | (αναπήδει) | |
γ' ενικ. | αναπηδεί | αναπηδούσε | θα αναπηδεί | να αναπηδεί | ||
α' πληθ. | αναπηδούμε | αναπηδούσαμε | θα αναπηδούμε | να αναπηδούμε | ||
β' πληθ. | αναπηδείτε | αναπηδούσατε | θα αναπηδείτε | να αναπηδείτε | αναπηδείτε | |
γ' πληθ. | αναπηδούν(ε) | αναπηδούσαν(ε) | θα αναπηδούν(ε) | να αναπηδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπήδησα | θα αναπηδήσω | να αναπηδήσω | αναπηδήσει | ||
β' ενικ. | αναπήδησες | θα αναπηδήσεις | να αναπηδήσεις | αναπήδησε | ||
γ' ενικ. | αναπήδησε | θα αναπηδήσει | να αναπηδήσει | |||
α' πληθ. | αναπηδήσαμε | θα αναπηδήσουμε | να αναπηδήσουμε | |||
β' πληθ. | αναπηδήσατε | θα αναπηδήσετε | να αναπηδήσετε | αναπηδήστε | ||
γ' πληθ. | αναπήδησαν αναπηδήσαν(ε) |
θα αναπηδήσουν(ε) | να αναπηδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπηδήσει | είχα αναπηδήσει | θα έχω αναπηδήσει | να έχω αναπηδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπηδήσει | είχες αναπηδήσει | θα έχεις αναπηδήσει | να έχεις αναπηδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπηδήσει | είχε αναπηδήσει | θα έχει αναπηδήσει | να έχει αναπηδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπηδήσει | είχαμε αναπηδήσει | θα έχουμε αναπηδήσει | να έχουμε αναπηδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπηδήσει | είχατε αναπηδήσει | θα έχετε αναπηδήσει | να έχετε αναπηδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπηδήσει | είχαν αναπηδήσει | θα έχουν αναπηδήσει | να έχουν αναπηδήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπηδώ
- ↑ αναπηδώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)