Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποπομπή

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀποπομπή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποπομπή οι αποπομπές
      γενική της αποπομπής των αποπομπών
    αιτιατική την αποπομπή τις αποπομπές
     κλητική αποπομπή αποπομπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποπομπή (αποτροπή) < πέμπω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + πομπή.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.pomˈbi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποπομπή
παλιότερος συλλαβισμός: αποπομπή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποπομπή θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος διώχνεται, αποπέμπεται από έναν τόπο ή από τη θέση του, το αξίωμά του
      Ο Τιτοϊσμός άρχισε νά μπαίνει στή ζωή των Γιουγκοσλάβων μετά τήν αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας απ' τήν Cominform, δηλαδή στά μέσα του 1948. (Σάσα Κ. Στάθη, Γιουγκοσλαβία και Τίτο 1919-1953, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σία Α.Ε., 1983, σελ. 18)
      Η αποτυχία της εκπαιδευτικής πολιτικής οδήγησε στην αποπομπή του αρμόδιου υπουργού.
     συνώνυμα: διώξιμο, απομάκρυνση
  2. (ειδικότερα) παύση από εργασία
     συνώνυμα: απόλυση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]