Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκκαθαρίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἐκκαθαρίζω, καθαρίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκκαθαρίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκκαθαρίζω

εκκαθαρίζω (παθητική φωνή: εκκαθαρίζομαι)

  1. (λόγιο) διώχνω όσους θεωρούνται ανεπιθύμητοι ή ανίκανοι
  2. (οικονομία) υπολογίζω το τελικό πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]