physical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
physical (en)
- γενική παθολογική εξέταση υγιούς ή ασθενούς ατόμου
Επίθετο[επεξεργασία]
physical (en)
- φυσικός
- που σχετίζεται με τη φυσική
- (πληροφορική) που δεν είναι εικονικός, που αναφέρεται στο υλικό (hardware)
- σωματικός
- που σχετίζεται με το σώμα
- που σχετίζεται με τη χρήση σωματικής δύναμης
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) physical address