physically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | physically |
συγκριτικός | more physically |
υπερθετικός | most physically |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]physically (en)
- σωματικά, με τρόπο που συνδέεται με το σώμα ενός ατόμου παρά με το μυαλό του
- ⮡ He suffers physically and mentally.
- Υποφέρει σωματικά και ψυχικά.
- ⮡ He suffers physically and mentally.
- υλικά
- σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους
- με τη χρήση σωματικής δύναμης