physically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός physically
συγκριτικός more physically
υπερθετικός most physically

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
physically < physical + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

physically (en)

  1. σωματικά, με τρόπο που συνδέεται με το σώμα ενός ατόμου παρά με το μυαλό του
    ⮡  He suffers physically and mentally.
    Υποφέρει σωματικά και ψυχικά.
  2. υλικά
  3. σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους
  4. με τη χρήση σωματικής δύναμης