Μετάβαση στο περιεχόμενο

lawsuit

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lawsuit lawsuits

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lawsuit < law + suit

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lawsuit (en)

  • (νομικός όρος) η δίκη, η αγωγή
      a criminal/civil lawsuit - ποινική/αστική δίκη
      a ten-year lawsuit - μια δεκάχρονη δίκη
      I won/lost the lawsuit.
    Κέρδισα/έχασα τη δίκη.
      I am filing a lawsuit for damages.
    Εγείρω/Κάνω αγωγή για αποζημίωση.
      The lawsuit was not accepted by the court.
    Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.