zone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zone (en)
- ζώνη (περιοχή)
- Earth has two temperate zones - η γη έχει δύο εύκρατες ζώνες
- η ζώνη των ορθόδοξων ιερέων
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zone (en)
- διαιρώ σε ζώνες
- προσδιορίζω τη χρήση μίας ζώνης (περιοχής)
- χαζεύω, αφαιρούμαι, ονειρεύομαι ξύπνιος
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zone (fr), des zones.