zone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zone zones

zone (en)

  1. η ζώνη, η περιοχή
    ⮡  Earth has two temperate zones.
    Η γη έχει δύο εύκρατες ζώνες.
    ⮡  The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
  2. η ζώνη των ορθόδοξων ιερέων

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας zone
γ΄ ενικό ενεστώτα zones
αόριστος zoned
παθητική μετοχή zoned
ενεργητική μετοχή zoning

zone (en)

  1. διαιρώ σε ζώνες
  2. προσδιορίζω τη χρήση μίας ζώνης (περιοχής)
  3. χαζεύω, αφαιρούμαι, ονειρεύομαι ξύπνιος



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zone (fr), des zones.