σταλαγμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταλαγμίτης < (μαρτυρείται από το 1831) νεολατινική stalagmites < αρχαία ελληνική στάλαγμα (“σταγόνα”) ή σταλαγμός (“στάξιμο”).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταλαγμίτης αρσενικό
- (γεωλογία) σχηματισμός σε σπηλιές, συνήθως σε μορφή κώνου, που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της εναπόθεσης υλικών από νερό που στάζει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταλαγμίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)