σταλαγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταλαγμός < αρχαία ελληνική σταλαγμός < σταλάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταλαγμός αρσενικό
- το να σταλάζει κάποιο υγρό, να πέφτει στάγδην, σταγόνα σταγόνα
- (αρχιτεκτονική) το γείσο μιας στέγης απ’ το οποίο σταλάζουν τα όμβρια ύδατα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταλαγμός
|