όμβριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄμβριος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όμβριος η όμβρια το όμβριο
      γενική του όμβριου της όμβριας του όμβριου
    αιτιατική τον όμβριο την όμβρια το όμβριο
     κλητική όμβριε όμβρια όμβριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όμβριοι οι όμβριες τα όμβρια
      γενική των όμβριων των όμβριων των όμβριων
    αιτιατική τους όμβριους τις όμβριες τα όμβρια
     κλητική όμβριοι όμβριες όμβρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όμβριος < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος

Επίθετο[επεξεργασία]

όμβριος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τη βροχή ή αναφέρεται σ’ αυτή
    αγωγός ομβρίων υδάτων

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]