όμβριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | όμβριος | η | όμβρια | το | όμβριο |
γενική | του | όμβριου | της | όμβριας | του | όμβριου |
αιτιατική | τον | όμβριο | την | όμβρια | το | όμβριο |
κλητική | όμβριε | όμβρια | όμβριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όμβριοι | οι | όμβριες | τα | όμβρια |
γενική | των | όμβριων | των | όμβριων | των | όμβριων |
αιτιατική | τους | όμβριους | τις | όμβριες | τα | όμβρια |
κλητική | όμβριοι | όμβριες | όμβρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όμβριος < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Επίθετο
[επεξεργασία]όμβριος, -α, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όμβριος
|