σταλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταλάζω < ελληνιστική κοινή σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω / στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂g-
Ρήμα[επεξεργασία]
σταλάζω
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) (μεταβατικό) χύνω αργά αργά, σταγόνα σταγόνα
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) (αμετάβατο) χύνομαι αργά αργά, σταγόνα σταγόνα
[επεξεργασία]
- αιματοστάλαχτα
- αιματοστάλαχτος
- αιμοστάλαχτος
- ακαταστάλαχτα / ακαταστάλακτα
- ακαταστάλαχτος / ακαταστάλακτος
- ακροσταλάζω
- ανασταλάζει
- αποστάλαγμα
- αποσταλαγμένος
- αποσταλάζω
- αργοσταλάζω
- αργοστάλαχτος
- αστάλαχτος
- ενσταλάζω
- ενστάλαξη
- καταστάλαγμα
- κατασταλαγμένος
- κατασταλάζω
- κατασταλακτός / κατασταλαχτός
- μελιστάλακτα / μελιστάλαχτα
- μελιστάλακτος / μελιστάλαχτος
- στάλα
- σταλαγματιά / σταλαματιά
- σταλαγμίτης
- σταλακτίτης