drip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drip | drips |
drip (en)
- (μόνο ενικός) το στάξιμο, η πράξη ή ο ήχος της συνεχής ροής υγρού κατά σταγόνες
- ↪ the drip of the faucet - το στάξιμο της βρύσης
- η σταγόνα, η σταλαγματιά
- (ιατρική) ο καθετήρας φλέβας
- φλέμα, χλεμπόνα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | drip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drips |
αόριστος | dripped |
παθητική μετοχή | dripped |
ενεργητική μετοχή | dripping |
drip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στάζω, παράγω ή αφήνω να πέσουν σταγόνες υγρού
- ↪ The tap is dripping.
- Η βρύση στάζει.
- ↪ I was dripping with sweat.
- Έσταζα ιδρώτα.
- ↪ The tap is dripping.