Μετάβαση στο περιεχόμενο

depression

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Depression, dépression
      ενικός         πληθυντικός  
depression depressions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
depression < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική depression, depressioun < παλαιά γαλλική depression < λατινική dēpressiō. (μαρτυρείται από το 15ο αιώνα)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪˈpreʃ.ən/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: depression

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

depression (en)

  1. (μη μετρήσιμο, ψυχολογία, ψυχιατρική) η κατάθλιψη, η μελαγχολία, η ψυχική ασθένεια
      The drug is used in the treatment of depression.
    Το φάρμακο χρησιμοποιείται στη θεραπεία της κατάθλιψης.
      Suicide is common in people suffering from depression.
    Η αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από μελαγχολία.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατάθλιψη, η μελαγχολία, συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θλίψη
      This city is so gloomy it gives me depression.
    Αυτή η πόλη είναι τόσο σκυθρωπή, που μου προκαλεί κατάθλιψη.
      The rainy weather gives him a feeling of depression.
    Ο βροχερός καιρός τού προκαλεί μελαγχολία.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, οικονομία) η οικονομική ύφεση, περίοδος σοβαρής οικονομικής παρακμής
      The global economic recession of 1929 is characterized as "The Great Depression" in the United States.
    Η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 χαρακτηρίζεται ως «Η Μεγάλη Ύφεση» στις ΗΠΑ.
    συγκρίνετε με το: recession
  4. (επίσημο, γεωγραφία) η κοιλότητα στο έδαφος, το βαθούλωμα
      Rainwater collects in shallow depressions on the ground.
    Το βρόχινο νερό συλλέγεται σε ρηχές κοιλότητες στο έδαφος.
      From the air, the photos show a shallow depression on the planet's surface.
    Από τον αέρα, οι φωτογραφίες δείχνουν ένα ρηχό βαθούλωμα στην επιφάνεια του πλανήτη.
  5. (μετεωρολογία) η ατμοσφαιρική ύφεση, το χαμηλό βαρομετρικό
      There is a barometric depression over Greece.
    Υπάρχει βαρομετρική ύφεση πάνω από την Ελλάδα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη depress

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. depression - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)