στρωμνή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρωμνή | οι | στρωμνές |
γενική | της | στρωμνής | των | στρωμνών |
αιτιατική | τη | στρωμνή | τις | στρωμνές |
κλητική | στρωμνή | στρωμνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρωμνή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρωμνή θηλυκό
- μεγάλος επίπεδος υφασμάτινος σάκος γεμισμένος με βαμβάκι ή άχυρο ή άλλο υλικό πάνω στον οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει