planning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
planning | plannings |
planning (fr) αρσενικό
- το πρόγραμμα, ο σχεδιασμός
- ο έλεγχος