race
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
race (en)
- η φυλή
- αγώνας δρόμου
- ρεύμα νερού που κινείται με μεγάλη ταχύτητα
- ρίζωμα ορισμένων φυτών, πχ του τζίντζερ
Ρήμα[επεξεργασία]
race (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
race | races |
race (fr) θηλυκό
- η φυλή