bank
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bank (en)
- η τράπεζα
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bank (da)
- η τράπεζα
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bank (nl) κοινό
- η τράπεζα
- ze werkt bij de bank - δουλεύει στην τράπεζα
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bank (pl) αρσενικό