bank

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bank banks

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bank (en)

  1. (οικονομία) η τράπεζα
  2. (γεωλογία)
    1. η όχθη
    2. (συνεκδοχικά) το ανάχωμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bank
γ΄ ενικό ενεστώτα banks
αόριστος banked
παθητική μετοχή banked
ενεργητική μετοχή banking

bank (en)

  1. καταθέτω (σε μία τράπεζα)
  2. γέρνω (όπως ένα αεροσκάφος)

Πηγές[επεξεργασία]



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bank (da)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bank (nl) κοινό



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bank (pl) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]