σκωρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωρία οι σκωρίες
      γενική της σκωρίας των σκωριών
    αιτιατική τη σκωρία τις σκωρίες
     κλητική σκωρία σκωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκωρία < αρχαία ελληνική σκωρία < αρχαία ελληνική σκῶρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκωρία θηλυκό

  1. (μεταλλουργία) κατακάθι σε κάμινο μετάλλου
  2. (λόγιο) η σκουριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκωρία οι σκωρίες
      γενική της σκωρίας των σκωριών
    αιτιατική τη σκωρία τις σκωρίες
     κλητική σκωρία σκωρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκωρία < σκῶρ (περίττωμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκωρία θηλυκό

  • το «περίττωμα» του μετάλλου, η σκουριά