acquire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | acquire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acquires |
αόριστος | acquired |
παθητική μετοχή | acquired |
ενεργητική μετοχή | acquiring |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acquire < μέση αγγλική aqueren < παλαιά γαλλική aquerre < λατινική adquaerere < ad + quaerere
Ρήμα[επεξεργασία]
- (μεταβατικό) αποκτώ, κερδίζω κάτι με τις δικές μου προσπάθειες, ικανότητες ή συμπεριφορά
- (μεταβατικό) αποκτώ, λαμβάνω κάτι αγοράζοντας ή δίνοντάς μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- acquire - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκτώ