γεωλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωλογία | οι | γεωλογίες |
γενική | της | γεωλογίας | των | γεωλογιών |
αιτιατική | τη | γεωλογία | τις | γεωλογίες |
κλητική | γεωλογία | γεωλογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωλογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géologie < γεω- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝɛ.ɔ.lɔˈʝi.a/
- συλλαβισμός : γε‐ω‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωλογία θηλυκό
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεω- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)