δημοψήφισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοψήφισμα < δημο- + ψήφισμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plébiscite) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.moˈpsi.fi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μο‐ψή‐φι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δημοψήφισμα ουδέτερο
- (πολιτική) ο θεσμός κατά τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να εκφραστεί με ένα ναι ή ένα όχι σε μία ερώτηση για σημαντικό ζήτημα που θέτει η εκτελεστική εξουσία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- δημοψηφισματικός
- → δείτε τις λέξεις δήμος, ψηφίζω και ψήφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοψήφισμα
[επεξεργασία]
- ↑ «δημοψήφισμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δημο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)