εκλογικό σώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εκλογικό σώμα ουδέτερο
- (πολιτική) το σύνολο των ψηφοφόρων
- ※ Στις επόμενες εκλογές, που θα γίνουν όπως έχει πει ο πρωθυπουργός σε 12 μήνες από σήμερα, θα προστεθεί στο εκλογικό σώμα μια «φουρνιά» ψηφοφόρων που το 2019 δεν είχε κλείσει τα 17 έτη και δεν είχε δικαίωμα ψήφου, δημιουργώντας μια άγνωστη εξίσωση για τα πολιτικά κόμματα.
- Παπαντωνίου, Σταύρος (14 Μαΐου 2022), Εκλογές: Άγνωστος Χ οι νέοι ψηφοφόροι, Η Καθημερινή, 14 Μαΐου 2022
- ※ Στις επόμενες εκλογές, που θα γίνουν όπως έχει πει ο πρωθυπουργός σε 12 μήνες από σήμερα, θα προστεθεί στο εκλογικό σώμα μια «φουρνιά» ψηφοφόρων που το 2019 δεν είχε κλείσει τα 17 έτη και δεν είχε δικαίωμα ψήφου, δημιουργώντας μια άγνωστη εξίσωση για τα πολιτικά κόμματα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλογικό σώμα
Πηγές
[επεξεργασία]- εκλογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)