marker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
marker markers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

marker < marker + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

marker (en)

  1. ο δείκτης, ένα αντικείμενο ή ένα σημάδι που δείχνει τη θέση κάτι ή πώς είναι
    economic markers - δείκτες της οικονομίας
    fuel gauge marker - δείκτης στάθμης καυσίμων
  2. ο μαρκαδόρος, ένα είδος στυλό
    I am writing with a marker.
    Γράφω με μαρκαδόρο.
     συνώνυμα: marker pen

Πηγές[επεξεργασία]