marker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marker | markers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marker (en)
- ο δείκτης, ένα αντικείμενο ή ένα σημάδι που δείχνει τη θέση κάτι ή πώς είναι
- ↪ economic markers - δείκτες της οικονομίας
- ↪ fuel gauge marker - δείκτης στάθμης καυσίμων
- ο μαρκαδόρος, ένα είδος στυλό
- ↪ I am writing with a marker.
- Γράφω με μαρκαδόρο.
- ≈ συνώνυμα: marker pen
- ↪ I am writing with a marker.