exposure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
exposure exposures

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exposure < expose + -ure

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

exposure (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκθεση, υποβολή κάποιου ή κάτι στην επίδραση εξωτερικών βλαβερών παραγόντων
    ⮡  exposure to the sun - έκθεση στον ήλιο
    ⮡  virus/cigarette smoke exposure - έκθεση στον ιό/στον καπνό του τσιγάρου
    ⮡  (οικονομία) the exposure of the credit institution - το άνοιγμα του πιστωτικού ιδρύματος
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποκάλυψη, το να δείχνει τα αληθινά γεγονότα για κάποιον ή κάτι αφού έχουν κρυφτεί επειδή είναι κακό, ανέντιμο ή παράνομο
    ⮡  the exposure of a conspiracy - η αποκάλυψη μιας συνωμοσίας
  3. (μη μετρήσιμο) η δημοσιότητα, το να συζητείται ή το να αναφέρεται στην τηλεόραση, στις εφημερίδες κτλ.
    ⮡  Her new movie got a lot of exposure on TV.
    Η νέα της ταινία πήρε μεγάλη δημοσιότητα στην τηλεόραση.
     συνώνυμα: publicity
  4. (μη μετρήσιμο) η έκθεση, η παρουσίαση σε κάτι νέο
    ⮡  the students’ exposure to new cultures - η έκθεση των μαθητών στις νέες κουλτούρες
  5. (μη μετρήσιμο) η έκθεση, ιατρική κατάσταση που προκαλείται από έκθεση σε πολύ κρύο καιρό για πάρα πολύ καιρό χωρίς προστασία
    ⮡  He died of exposure (to the elements).
    Πέθανε από έκθεση (στα στοιχεία της φύσεως).
  6. (φωτογραφία) η έκθεση, η ποσότητα φωτός που δέχεται το φιλμ, ελεγχόμενη από τη συνεργασία κλείστρου-διαφράγματος
    ⮡  the exposure range - το εύρος έκθεσης
  7. (φωτογραφία) η πόζα, η παράσταση που αποτυπώνεται σε ειδική επιφάνεια με τη μέθοδο της φωτογραφικής και εκτυπώνεται σε ειδικό χαρτί
    ⮡  How many exposures did you take?
    Πόσες πόζες τράβηξες;
  8. (μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η ενέργεια του να δείχνει κάτι που συνήθως κρύβεται
    ⮡  the exposure of one’s genitalia - η επίδειξη των γεννητικών οργάνων