expose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
expose (en)
- αποκαλύπτω, εκθέτω (κάτι σε κοινή θέα)
- someone exposed my Facebook data
- εκθέτω φωτογραφικό φιλμ στο φως
- (πληροφορική) καθιστώ μία οντότητα (πχ. συνάρτηση, αντικείμενο, κλάση, κλπ) διαθέσιμη στο υπόλοιπο πρόγραμμα ή σε άλλα προγράμματα, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επαναχρησιμοποιήσιμος κώδικας