vitrification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vitrification vitrifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vitrification (fr) θηλυκό

  1. η υαλοποίηση
  2. (βιολογία) διαδικασία κατάψυξης οργανικών ιστών που αποφεύγει την κρυστάλλων ώστε το ποσοστό επιβίωσης να είναι μεγαλύτερο
  3. το βερνίκωμα του παρκέ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]