orifice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
orifice | orifices |
orifice (fr) αρσενικό
- η οπή
ενικός | πληθυντικός |
orifice | orifices |
orifice (fr) αρσενικό