κατώφλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατώφλι | τα | κατώφλια |
γενική | του | κατωφλιού | των | κατωφλιών |
αιτιατική | το | κατώφλι | τα | κατώφλια |
κλητική | κατώφλι | κατώφλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατώφλι < μεσαιωνική ελληνική κατω.φλιν < κατώφλιον < αρχαία ελληνική κάτω + φλιά λόγ. κατώφλιον.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατώφλι ουδέτερο
- η παράπλευρη και κάτω ξύλινη δοκός της πόρτας, ο πρόδρομος.
- (αρχιτεκτονική) ξύλινη ή πέτρινη πλάκα που ενώνει, στο κάτω μέρος, τις κατακόρυφες πλευρές της πόρτας.
- δεν έχω διαβεί ποτέ το κατώφλι του.
- (κατʼ επέκταση) ο γύρω από την είσοδο χώρος.
- (μεταφορικά) το σημείο που αρχίζει κάτι.
- το κατώφλι του θανάτου.
- το κατώφλι του γήρατος.