Μετάβαση στο περιεχόμενο

κρανίο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρανίο τα κρανία
      γενική του κρανίου των κρανίων
    αιτιατική το κρανίο τα κρανία
     κλητική κρανίο κρανία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανδρικό κρανίο.
Κρανίο προβάτου.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρανίο < αρχαία ελληνική κρανίον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρανίο ουδέτερο

  1. (ανατομία) το σύνολο των οστών του κεφαλιού
    Το κρανίο προστατεύει τον εγκέφαλο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]