επίπαγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίπαγος | οι | επίπαγοι |
γενική | του | επίπαγου & επιπάγου |
των | επίπαγων & επιπάγων |
αιτιατική | τον | επίπαγο | τους | επίπαγους & επιπάγους |
κλητική | επίπαγε | επίπαγοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπαγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίπαγος (πετρωμένη κρούστα) < ἐπί + < πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίπαγος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίπαγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)