adoption
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adoption | adoptions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adoption (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η υιοθεσία, η νομική διαδικασία κατά την οποία αποκτά κάποιος με δικαστική απόφαση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γονέα για ένα παιδί του οποίου δεν είναι φυσικός γονέας
- ⮡ They gave their child up for adoption.
- Έδωσαν το παιδί τους για υιοθεσία.
- ⮡ They gave their child up for adoption.
- (μη μετρήσιμο) η υιοθέτηση, το να υιοθετώ κάτι μεταφορικά όπως μια ιδέα, ένα σχέδιο ή ένα όνομα κτλ.
- ⮡ The adoption of new technologies is essential for the company’s growth.
- Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της εταιρείας.
- ⮡ Adoption of healthy habits can improve quality of life.
- Η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής.
- ⮡ The adoption of new technologies is essential for the company’s growth.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη adopt
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.dɔ.psj̃ɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
adoption | adoptions |
adoption (fr) θηλυκό
- η υιοθεσία, η τεκνοθεσία
- η υιοθέτηση
- η καθιέρωση