Μετάβαση στο περιεχόμενο

adoption

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
adoption adoptions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adoption (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, νομικός όρος) η υιοθεσία, η νομική διαδικασία κατά την οποία αποκτά κάποιος με δικαστική απόφαση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γονέα για ένα παιδί του οποίου δεν είναι φυσικός γονέας
      They gave their child up for adoption.
    Έδωσαν το παιδί τους για υιοθεσία.
  2. (μη μετρήσιμο) η υιοθέτηση, το να υιοθετώ κάτι μεταφορικά όπως μια ιδέα, ένα σχέδιο ή ένα όνομα κτλ.
      The adoption of new technologies is essential for the company’s growth.
    Η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της εταιρείας.
      Adoption of healthy habits can improve quality of life.
    Η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη adopt



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adoption < λατινική adoptio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.dɔ.psj̃ɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adoption adoptions

adoption (fr) θηλυκό

  1. η υιοθεσία, η τεκνοθεσία
  2. η υιοθέτηση
  3. η καθιέρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]