adoptant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adoptant | adoptants |
θηλυκό | adoptante | adoptantes |
adoptant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adoptant | adoptants |
θηλυκό | adoptante | adoptantes |
adoptant (fr)
- βλ. adoprator