ενεπίγραφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενεπίγραφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ενεπίγραφος
- που φέρει επιγραφή.
- ενεπίγραφος λίθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενεπίγραφος
|