filling
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | filling |
συγκριτικός | more filling |
υπερθετικός | most filling |
filling (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
filling | fillings |
filling (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]filling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fill