filling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | filling |
συγκριτικός | more filling |
υπερθετικός | most filling |
filling (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filling | fillings |
filling (en)
- η γέμιση
- το σφράγισμα, το κλείσιμο της τρύπας ενός δοντιού
- ↪ He did two fillings for me.
- Μου έκανε δύο σφραγίσματα.
- ↪ I have many fillings.
- Έχω πολλά σφραγίσματα.
- ↪ He did two fillings for me.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
filling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του fill