χορταστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χορταστικός < χορτασ- (< χόρτασ-α, αόριστος του χορταίνω) + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xɔɾ.ta.sti.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /xɔɾ.ta.sti.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /xɔɾ.ta.sti.ˈkɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
χορταστικός, -ή, -ό