fill
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills |
αόριστος | filled |
παθητική μετοχή | filled |
ενεργητική μετοχή | filling |
fill (en)
[επεξεργασία]
- fill in, fill out
- Λήμματα με τον όρο 'fill' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'fill' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fill (ca)