πραγματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πραγματολογία < πράγματ(ος) + -ο- + -λογία μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pragmatique[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pragmatics[1] [2])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πραγματολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικός κλάδος που ασχολείται με τους τρόπους με τους οποίους εξωγλωσσικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδρούν στην ερμηνεία των λόγων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πραγματολογικός
- → δείτε τις λέξεις πράγμα, πράττω και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραγματολογία
- ↑ 1,0 1,1 πραγματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 πραγματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)