grass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- grass < μέση αγγλική gras, gres, gers < αγγλοσαξονικά græs, gærs < πρωτογερμανική *grasą < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰreH₁- / *ǵʰreh₁- (αναπτύσσομαι, μεγαλώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
grass (en)
- γρασίδι, χλοοτάπητας
- (κατʼ επέκταση) η εποχή που βγαίνει φρέσκο γρασίδι, η άνοιξη
- (μεταφορικά) (ποιητικός τύπος) κάτι το εφήμερο, το παροδικό
- (αργκό) μαριχουάνα
- (αργκό) πληροφοριοδότης, χαφιές, σπιούνος
Ρήμα[επεξεργασία]
grass (en)