γάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάστρα | οι | γάστρες |
γενική | της | γάστρας | — | |
αιτιατική | τη | γάστρα | τις | γάστρες |
κλητική | γάστρα | γάστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάστρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάστρα [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάστρα θηλυκό
- (κουζινικά) μεταλλικό ή πήλινο μαγειρικό σκεύος, το οποίο αφού θερμανθεί κατάλληλα, τοποθετείται πάνω από το ταψί με το φαγητό συμβάλλοντας στο ψήσιμό του από την επάνω πλευρά
- βαθύ και πλατύ μαγειρικό σκεύος με καπάκι
- (ναυπηγικός όρος) η κοιλιά του σκάφους
- (καθαρεύουσα) η γλάστρα
- ※ Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γάστρᾱ | αἱ | γάστραι |
γενική | τῆς | γάστρᾱς | τῶν | γαστρῶν |
δοτική | τῇ | γάστρᾳ | ταῖς | γάστραις |
αιτιατική | τὴν | γάστρᾱν | τὰς | γάστρᾱς |
κλητική ὦ! | γάστρᾱ | γάστραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γάστρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γάστραιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Ο πληθυντικός, 'γάστραι στον Ησύχιο. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γάστρα < *γρασ- + -τρα με ανομοίωση του ρο < μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gres-(κομματιάζω, τρώω), απ' όπου και γάγγραινα. Το ομόρριζο γαστήρ, με παρόμοια σημασία (του κοίλου) αλλά περισσότερο για μέρη σώματος, παρά για αντικείμενα. [2] Δείτε και γράω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάστρα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γαστήρ
[επεξεργασία]
- ↑ γάστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- γάστρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γάστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεραμική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)