cocotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cocotte | cocottes |
cocotte (fr) θηλυκό
- είδος χύτρας από χυτοσίδηρο
- ≈ συνώνυμα: cocotte-minute (εμπορική επωνυμία), autocuiseur
- ≈ συνώνυμα: fait-tout (και faitout), marmite
- (παιδική λέξη) η κότα
- (οικείο) (παρωχημένο) γυναίκα χαμηλών ηθών
- ≈ συνώνυμα: courtisane, demi-mondaine, (οικείο) poule
- τρυφερή προσφώνηση
- ενθαρρυντική προσφώνηση προς ένα άλογο