Μετάβαση στο περιεχόμενο

marmite

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
marmite marmites

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmite (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]