γλάστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλάστρα | οι | γλάστρες |
γενική | της | γλάστρας | των | γλαστρών |
αιτιατική | τη | γλάστρα | τις | γλάστρες |
κλητική | γλάστρα | γλάστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλάστρα < αρχαία ελληνική γάστρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλάστρα θηλυκό
- δοχείο, συνήθως από πηλό ή πλαστικό, το οποίο γεμίζουμε με χώμα και φυτεύουμε ένα φυτό, κυρίως λουλούδια ή μυρωδικά
- (μεταφορικά) υποτιμητική έκφραση για γυναίκες που στέκονται επιδεικνύοντας την ομορφιά τους, χωρίς να κάνουν τίποτε περισσότερο από αυτό