stack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stack | stacks |
stack (en)
- η στοίβα, η στήλη
- ↪ a stack of books - μια στοίβα/στήλη βιβλία
- (προγραμματισμός) στοίβα
- ≈ συνώνυμα: last in first out με συντομογραφία: LIFO
- ≠ αντώνυμα: queue ή first in first out με συντομογραφία: (FIFO)
- δείτε επίσης: Stack (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) συνώνυμο του solution stack, software stack
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stack |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stacks |
αόριστος | stacked |
παθητική μετοχή | stacked |
ενεργητική μετοχή | stacking |
stack (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στοιβάζω, τακτοποιώ αντικείμενα σε μια στοίβα
- ↪ They stacked the chairs in a corner.
- Στοίβαξαν τις καρέκλες σε μια γωνιά.
- ↪ They stacked the chairs in a corner.
- (μεταβατικό) στοιβάζω, γεμίζω κάτι με στοίβες από πράγματα
- ↪ I am stacking dishes in the sink.
- Στοιβάζω πιάτα στο νεροχύτη.
- ↪ I am stacking dishes in the sink.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](πληροφορική)
Πηγές
[επεξεργασία]- stack (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stack (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 819, 820. ISBN 9780194325684., λήμμα: στήλη, στοίβα, στοιβάζω