στοίβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοίβα οι στοίβες
      γενική της στοίβας των στοιβών
    αιτιατική τη στοίβα τις στοίβες
     κλητική στοίβα στοίβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοίβα < στοιβάζω + (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινήστοιβάζω
Βιβλία σε στοίβες.
Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εισερχόμενο στοιχείο τοποθετείται στην κορυφή (push). Το εξερχόμενο αφαιρείται από την κορυφή (pop)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοίβα θηλυκό

  1. σωρός όμοιων (ή και ανόμοιων) πραγμάτων
    ※  Σήκωσα το πάνω πάνω βιβλίο από την πρώτη στοίβα που βρήκα μπροστά μου και το ξεφύλλισα βιαστικά. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])
  2. (πληροφορική) βασική δομή δεδομένων, όπου η τελευταία εισερχόμενη (last in) οντότητα, αφαιρείται πρώτη (first out).[1]
    Συντομογραφία LIFO
    Βασικές λειτουργίες: push (εισαγωγή) και pop (εξαγωγή)
    Αντώνυμο: ουρά
    Δείτε επίσης: στοίβα εκτέλεσης στο Βικιλεξικό και στοίβα (δομή δεδομένων) στην Βικιπαίδεια

Επίρρημα[επεξεργασία]

στοίβα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019