Μετάβαση στο περιεχόμενο

last in first out

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
last in first out <  δείτε τις λέξεις  last , in, first και out

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

last in first out (en)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]