scale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scale | scales |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scale (en)
- η διαβάθμιση
- on a scale of 1 to 10: σε διαβάθμιση από 1 έως 10
- η κλίμακα
- on an enormous scale: σε τεράστια κλίμακα
- η ζυγαριά
- το λέπι
- (μουσική) η μουσική κλίμακα, σκάλα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scale (it)
- η διαβάθμιση
- η κλίμακα
- η σκάλα