Μετάβαση στο περιεχόμενο

λέπι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λέπι τα λέπια
      γενική του λεπιού των λεπιών
    αιτιατική το λέπι τα λέπια
     κλητική λέπι λέπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέπι < αρχαία ελληνική λέπιον, υποκοριστικό του λέπος < λέπω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λέπι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  1. (ιχθυολογία, ερπετολογία) το καθένα από τα πολλά μικρά, επίπεδα και σκληρά κομμάτια κερατίνης που καλύπτουν το δέρμα των ψαριών και των ερπετών
  2. (ιατρική) το καθένα από τα μικρά κομμάτια της επιδερμίδας που αποβάλλονται σε κάποιες δερματοπάθειες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]