ερπετό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ερπετό | τα | ερπετά |
γενική | του | ερπετού | των | ερπετών |
αιτιατική | το | ερπετό | τα | ερπετά |
κλητική | ερπετό | ερπετά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερπετό < αρχαία ελληνικά, ἑρπετόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερπετό ουδέτερο
- (ζωολογία) ζώο της ομοταξίας τετράποδων σπονδυλωτών τα οποία κινούνται έρποντας, διότι τα μέλη τους έχουν ατροφήσει ή λείπουν, έχουν κυμαινόμενη θερμοκρασία σώματος, πνευμονική αναπνοή και δέρμα που καλύπτεται από λέπια
- η σαύρα είναι ερπετό
- (μεταφορικά, υβριστικά) για άνθρωπο ύπουλο ή κόλακα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερπετό